- Αἰθυίᾳ
- Αἰθυίᾱͅ , Αἴθυιαshearwaterfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἰθυίᾳ — αἰθυίᾱͅ , αἴθυια shearwater fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴθυια — shearwater fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθυια — shearwater fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίθυια — η (Α αἴθυια) αρχ. 1. ένα θαλασσοπούλι, ίσως ο θυελλοδύτης 2. επωνυμία τής Αθηνάς ως προστάτιδας τών πλοίων 3. το πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω η ονομασία τού πτηνού προήλθε πιθ. από το χρώμα του] … Dictionary of Greek
Αἰθυίας — Αἰθυίᾱς , Αἴθυια shearwater fem acc pl Αἰθυίᾱς , Αἴθυια shearwater fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθυίας — αἰθυίᾱς , αἴθυια shearwater fem acc pl αἰθυίᾱς , αἴθυια shearwater fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθυιῶν — Αἴθυια shearwater fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθυιῶν — αἴθυια shearwater fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθυίαις — Αἴθυια shearwater fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθυίαις — αἴθυια shearwater fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)